- επικρανίς
- ἐπικρανίς, ἡ (Α) [κρανίον]1. μήνιγγα, μεμβράνη τού εγκεφάλου2. η παρεγκεφαλίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικρανίς — membrane of the brain fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρανίδα — ἐπικρανίς membrane of the brain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)